- ανιψιά
- η(α στερητ. + νίβω), απλυσιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανιψία — κ. ανιψιά απλυσιά, βρομιά … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Μαντσίνι — (Mancini). Επώνυμο οικογένειας ευγενών της γαλλικής αυλής με καταγωγή από τη Ρώμη, γνωστή κυρίως χάρη στις περίφημες πέντε αδελφές M., ανιψιές του καρδινάλιου Μαζαρέν. 1. Λάουρα (Laura, Ρώμη 1636 – Παρίσι 1657). Δούκισσα του Μερκέρ. Ήταν σύζυγος… … Dictionary of Greek
Ολυμπιάς — I Όνομα δύο βασιλισσών της Μακεδονίας. 1. Σύζυγος του Φίλιππου B’ της Μακεδονίας και μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. (375 316 π.Χ.). Ήταν κόρη του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου. Το αρχικό της όνομα φαίνεται πως ήταν Μυρτάλη. Μπορεί να ονομάστηκε … Dictionary of Greek
αδελφιδή — ἀδελφιδῆ ( έη), η (Α) κόρη αδελφού ή αδελφής, ανιψιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός + ιδέη, ιδῆ*] … Dictionary of Greek
αδελφοπαίδι — και αδερφοπαίδι, το (AM ἀδελφόπαις, ο, η) το παιδί τής αδελφής ή τού αδελφού, ανιψιός ή ανιψιά νεοελλ. πληθ. τα αδελφοπαίδια πρώτα ξαδέλφια … Dictionary of Greek
ανεψίδι — κ. ανιψίδι, το ανιψιός ή ανιψιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του ουσ. ανιψιός ή ανίψι με την παραγωγική κατάλ. ίδι] … Dictionary of Greek
ανεψιά — και ανιψιά, η (AM ἀνεψιά) βλ. ανεψιός … Dictionary of Greek
ανιψιός — ο (θηλ. ανιψιά) ανεψιός* … Dictionary of Greek
βούτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αθηναίος ήρωας, αδελφός του Ερεχθέα, μέλος της Αργοναυτικής εκστρατείας. Νυμφεύτηκε την ανιψιά του Χθονία, κόρη του Ερεχθέα, και έγινε γενάρχης των Βουταδών. 2. Αργοναύτης. Όταν η Αργώ περνούσε μπροστά στις Σειρήνες … Dictionary of Greek